- -στάσιο
- -στάσιον, ΝΜΑβ’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- τού ρ. (πρβλ. στά-σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α' συνθετικό ουσιαστικά (με ελάχιστες εξαιρέσειςπρβλ. τους τ. ἀπο-στάσιον, ἐπιστάσιον, πρωτο-στάσιον, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από αντίστοιχα αρσ. σε -στάτης) και δηλώνουν κυρίως τον τόπο όπου υπάρχει, βρίσκεται ή είναι τοποθετημένο αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό (πρβλ. είκονο-στάσιο[ν], μηχανο-στάσιο[ν]). Αρκετά από τα συνθ. σε -στάσιο(ν) έχουν ως α' συνθετικό λ. που δηλώνουν ζώα και χρησιμοποιούνται για τους τόπους, τις εγκαταστάσεις όπου ζουν ή εκτρέφονται τα ζώα αυτά (πρβλ. βου-στάσιο[ν], χοιρο-στάσιο), ενώ, στη Νέα Ελληνική ορισμένοι τ. έχουν χρησιμοποιηθεί για να δηλώσουν μια κατάσταση που έχει γενικευθεί, παγιωθεί και έχει αποκτήσει την ισχύ νόμου (πρβλ. δικαιοστάσιο, ενοικιο-στάσιο, χρεω-στάσιο). Τέλος, στην καθημερινή νεοελλ. γλώσσα, τα συνθ. αυτά απαντούν και με τη μορφή -στάσι (πρβλ. εικονο-στάσι, λιο-στάσι).ΣΥΝΘ.: βουστάσιο(ν), εικονοστάσιο(ν), ιπποστάσιο(ν), κτηνοστάσιο(ν), μηχανοστάσιο(ν)αρχ.αποστάσιον, αρτοστάσιον, επιστάσιον, εριφοστάσιον, ζυγοστάσιον, ζῳοστάσιον, καρνοστάσιον, κηλωνοστάσιον, ονοστάσιον, προβατοστάσιον, πρωτοστάσιον, υδροστάσιοννεοελλ.αγελαδοστάσιο, αμαξοστάσιο, αντλιοστάσιο, δίκαιοστάσιο, ενοικιοστάσιο, εργαλειοστάσιο, εργοστάσιο, ηλιοστάσιο, κανονιοστάσιο, κλιμακοστάσιο, κωδωνοστάσιο, λεβητοστάσιο, λεμβοστάσιο, ολμοστάσιο, οπλοστάσιο, ποιμνιοστάσιο, πορνοστάσιο, πυροβολοστάσιο, υαλοστάσιο, χοιροστάσιο, χοροστάσιο, χρεωστάσιο.
Dictionary of Greek. 2013.